- αναλογικός
- analogique
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
αναλογικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που γίνεται κατά αναλογία προς κάτι: Τα κέρδη μοιράστηκαν αναλογικά προς το κεφάλαιο που καθένας είχε βάλει. 2. αυτός που έχει αναλογία, συμμετρία: Τα μέρη ενός ενιαίου όλου πρέπει να είναι και μεταξύ τους αναλογικά. 3.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀναλογικώτερον — ἀναλογικός based on mathematical ratios adverbial comp ἀναλογικός based on mathematical ratios masc acc comp sg ἀναλογικός based on mathematical ratios neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναλογικόν — ἀναλογικός based on mathematical ratios masc acc sg ἀναλογικός based on mathematical ratios neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναλογικοί — ἀναλογικός based on mathematical ratios masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναλογικῆς — ἀναλογικός based on mathematical ratios fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναλογικῇ — ἀναλογικός based on mathematical ratios fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναλογική — ἀναλογικός based on mathematical ratios fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναλογικήν — ἀναλογικός based on mathematical ratios fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναλογικῶς — ἀναλογικός based on mathematical ratios adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναλογικῷ — ἀναλογικός based on mathematical ratios masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Analógico — ► adjetivo 1 Análogo, afín, sinónimo. ANTÓNIMO diferente 2 TECNOLOGÍA Se aplica al aparato que tiene un mecanismo configurado por analogía a las leyes matemáticas: ■ se compró un reloj analógico. 3 LINGÜÍSTICA Que sigue el procedimiento de la… … Enciclopedia Universal